"Ίμβρος: Ένα φάντασμα μαθαίνει να κοιτάζει" - ʼρθρο του Γιάννη Σεφεριάδη στην Εφημερίδα των Συντακτών

Τετάρτη, 06 Νοεμβρίου 2013

Ένας κοινωνικός ιστός, που μοιάζει ασύνδετος, προσπαθεί να στηθεί στο νησί που κάποτε είχε 8.000 Ρωμιούς

Μια επιστροφή γεμάτη πόνο, χαρά, μνήμες, λησμονιά, απελπισία αλλά και ελπίδα ...



Ημ/νία: 3/11/2013

Συντάκτης: Γιάννης Σεφεριάδης

 

                                                       Ίμβρος:

Ένα φάντασμα μαθαίνει να κοιτάζει

Μια επιστροφή γεμάτη πόνο, χαρά, μνήμες, λησμονιά, απελπισία αλλά και ελπίδα.

 

  Πενηντάρης. Με μαλλιά κάτασπρα, κατσαρά και λαδωμένα. Βλέμμα διαμπερές. Σκληρή φάτσα κι ας έτρεμε από την ασθένεια. Είχε πάρει μόλις το φάρμακο και άντεχε να σε περπατήσει. Κι επέμενε· το πάρκινσον θα χρειαστεί να κάνει περισσότερα για να γονατίσει ένα πνεύμα που άλλον δεσπότη από τον εαυτό του δεν γνωρίζει. «Έμπα», μου είπε. Το σπίτι φορτωμένο. Πολύ φορτωμένο. Με μεταβυζαντινές εικόνες και μαρμάρινους λίθους από τη μακραίωνη ιστορία της παιπαλαιόεσσας Ίμβρου. «Ήταν έτοιμες να τις κάψουν. Τις έβαλα σε νάιλον και τις κουβάλησα στο σπίτι. Περιμένω την άδεια από το υπουργείο για να κάνω μουσείο και να τα βάλω όλα εκεί». «Ναι, καλά… Τα έκλεψε. Τούρκος είναι! Εμετός με πιάνει», μου φωνάζει κάποιος απ' το δίπλα χωριό, όταν του λέω την ιστορία.

  Το πρωινό της Δευτέρας της 16ης Σεπτεμβρίου, η προσμονή στο νησί της Ιμβρου είναι αγχωτική. Αλλά με χαρά που δεν μπορείς παρά να συμμετάσχεις. Οι κάτοικοι, ντυμένοι με τα καλά τους, έτοιμοι να υποδεχτούν το τέλος μιας υποχρεωτικής σιωπής 49 ετών. Το ελληνικό σχολείο στο χωριό των Αγίων Θεοδώρων, τη γενέτειρα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, λειτουργεί ξανά.

  «Kali ARxi» εύχεται το πρωτοσέλιδο της Ηürriyet. «Ο Τούρκος δεν αλλάζει. Και αν εσείς τώρα, δημοσιογράφοι και επισκέπτες, τα βλέπετε όλα ωραία, είναι επειδή δεν καταλαβαίνετε τίποτε. Και δεν θέλετε να καταλάβετε». Ένα άρθρο. Μια εκπομπή. Λίγες ημέρες προσοχής για την ιστορική στιγμή του σχολείου. Έτσι είναι. Όλα μια συγκυρία. Το ξέρουν καλά αυτό οι Ίμβριοι, που όταν στη μοίρα τους μιλούσαν, η
Ελλάδα είχε και πάλι ντυθεί «τα αρχαία της τα λούσα»… Σε έναν τόπο με φανερά τα ίχνη ενός εγκαύματος, που όλο γιατρεύεται κι όλο αγιάτρευτο είναι.

  Οι τέσσερις –μόνοι– μαθητές του σχολείου· ο Δημήτρης από τη Θεσσαλονίκη, ο Μωυσής και η Σοφία, άρτι αφιχθέντες από την Αντιόχεια, και ο Αλέξανδρος απ' το νησί. «Μην ξοδεύετε ζεστά δάκρυα» προτρέπει ο πίνακας του στοιχειωμένου, ερειπωμένου σχολείου στο διπλανό χωριό, τα Αγρίδια.

  «Στο νησί των οκτώ χιλιάδων Ρωμιών, που σήμερα λέγεται Γκιοκτσέαντα και που το ιστορικό του όνομα είναι Ιμβρος, έμειναν τώρα περίπου διακόσιοι Ρωμιοί. Τα υπάρχοντά τους, όμως, παρακρατήθηκαν, η γη τους υφαρπάχθηκε, τα εύφορά τους χώματα ονομάστηκαν «Κρατικό Αγρόκτημα Παραγωγής» και δόθηκαν σε Τούρκους, που μεταφέρθηκαν εκεί από τα δικά τους χωριά, σε Τούρκους που έφτασαν από τη Βουλγαρία ή και σε Λαζούς. Οι περιουσίες, που αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω, αρπάχτηκαν και τα σχολεία, όταν πια απαγορεύτηκε η διδασκαλία στα
ελληνικά, έμειναν δίχως μαθητές και έκλεισαν. Κάθε φορά που κάτι συνέβαινε στην Κύπρο, η πίεση πάνω τους αυξανόταν…», αναγκάζεται να παραδεχτεί ο Τούρκος δημοσιογράφος στη δική του ανταπόκριση για την «Απογευματινή Κωνσταντινουπόλεως». Και καταλήγει: «Το ανίκανο φάντασμα της εποχής του Ψυχρού Πολέμου θα πάρει τον δρόμο του για τις σελίδες ντροπής της Ιστορίας». «Πάλι τα ίδια θα συζητάμε; », θα πει ένας ντόπιος Ρωμιός, διαβάζοντάς το. Τις έχει ζήσει αυτός μία μία τις σελίδες της Ιστορίας. Από τους πολλούς που δεν θέλει πια να ακούσει αναλύσεις. Να τη ζήσουν θέλουν και να τη συνεχίσουν την Ιστορία.

  «Έσβησες την κάμερα; Ωραία. ʼκου να σου πω τώρα πράγματα, που δεν σου τα 'χουν πει κι αν μάθουν ότι τα 'πα, θα με κυνηγήσουν. Να δεις που οι Τούρκοι επίτηδες το άνοιξαν το σχολείο για να μας κουνήσουν το δάχτυλο: «Ορίστε. Πού είστε Ρωμιοί; Ένα μόνο παιδί μιλάει
ελληνικά»».

  «Γρήγορα θα μιλήσουν και τα άλλα τρία», απαντά ο Έλληνας δάσκαλος, που, μαζί με τον Τούρκο προσπαθούν να συντονίσουν το πρόγραμμα. Και η μητέρα του Δημήτρη ανησυχεί, «πώς θα κάνει παρέα με τα άλλα;»… «Ε, με πείραξε ο τούρκικος ύμνος στα εγκαίνια. Αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω και τους μουσουλμάνους της Ρόδου. Δεν μπορώ… Πέρνα από το σπίτι να τα πούμε καμιά μέρα», μου λέει η Ίμβρια γιατρός της Ρόδου. «Πείτε μας τι χρειάζεστε να σας το φέρουμε», λένε δύο μέλη του συλλόγου Ιμβρίων στη διευθύντρια του σχολείου, την επόμενη μέρα των καμερών. Ο σύζυγός της συνεχίζει να ψάχνει γάζες στην κούτα Πρώτων Βοηθειών, που έφτασε από την Κωνσταντινούπολη, χωρίς να βρίσκει… «Όλα θα φτιαχτούν. Βήμα, βήμα. Όλο αυτό το διάστημα, είχαμε όλη την απαραίτητη βοήθεια από τις τουρκικές αρχές».

  «Διάβασες την πινακίδα καθώς μπήκες στην αυλή; Marthara λέει. Έτσι λεγόταν η
γυναίκα που το είχε. Μάρθα! Γι’ αυτό και το φτιάξαμε όπως ήταν και καλέσαμε τα παιδιά της να 'ρθουν να το δουν, αλλά δεν ήρθαν». Και η Τουρκάλα γυναίκα του Τούρκου ντοκιμαντερίστα μου μιλά με μανία για τον παραδοσιακό οικισμό στο Γλυκύ, για την αξία του περιβάλλοντος, για τους Ρωμιούς, που είναι η ιστορία του νησιού, και μου δείχνει το πρωτοσέλιδο της «Radikal», η οποία ξεσκεπάζει το σκάνδαλο του παράνομου θηριώδους ξενοδοχείου στην είσοδο του χωριού που αλλοιώνει τον παραδοσιακό αρχιτεκτονικό χαρακτηρισμό του οικισμού και έπειτα από καταγγελία του δικού τους συλλόγου το φτάσανε στην τουρκική Δικαιοσύνη. «Οι Τούρκοι μάς έδιωξαν, οι Τούρκοι μάς ξαναφέρνουν πίσω, γιόκα μου. Αυτά είναι καμώματα του Θεού. Πώς αλλιώς να τα εξηγήσεις; Κάτσε τώρα να φάμε όλοι μαζί».

  «Τόση ήταν η βρομιά σ’ αυτά που γίνανε, ώστε δεν περίσσεψε χρόνος στο πάνελ να συζητήσει για την «Καθαρή Θάλασσα»».

  «Πώς τόσος πόνος μπορεί να σβηστεί;» αναρωτιούνταν Τούρκοι δημοσιογράφοι δύο βράδια πριν από την έναρξη του σχολείου στο πάνελ ελληνοτουρκικής φιλίας, που ήταν στημένο δίπλα στο σχολείο για «καθαρές θάλασσες». «Οι καθαρές θάλασσες θέλουν καθαρούς λαούς» θα πει και θα χειροκροτηθεί ένας Τούρκος.

  «Τώρα με τον Ερντογάν καλά είμαστε. Αν φύγει να δούμε τι θα γίνουμε…».

  «Αμοιβαιότητες, ανταλλαγές, συνθήκες, πολιτικές… Όλα εδώ πληρώνονται». Τουρίστες, κάτοικοι, τιμωροί, λυτρωτές, γέροι, νέοι, πρώην κατάδικοι, διανοούμενοι, μαγαζάτορες. Τούρκοι και Έλληνες. Ένας κοινωνικός ιστός προσπαθεί να στηθεί -μακριά από σύμβολα και ιδέες, πάνω σε σύμβολα και ιδέες, μαζί με σύμβολα και ιδέες. Σε μια επιστροφή γεμάτη πόνο, χαρά, μνήμη, λησμονιά, απελπισία κι ελπίδα.

  «Έπινες με έναν τσίπουρα και την επομένη δεν σε χαιρετούσε. Και ερχόντουσαν στο καφενείο κάτι περίεργες φάτσες, που τους αφήνανε τα απογεύματα ελεύθερους από τις φυλακές, και χουφτώνανε τα
κορίτσια μας. Τη νύχτα, χτυπάγανε τις πόρτες των σπιτιών. Να πας στο σπίτι του Β. να σου πει πώς δολοφονήσανε τον αδερφό του μπροστά στα μάτια του. Ξεχνιούνται αυτά; Αλλά τι να πεις; Τώρα το χρήμα κυβερνά», μου εξιστορεί στο ημίφως κάποιος που η δουλειά μου με κάνει να τον πιέσω να θυμηθεί… να σπάσει τη σιωπή.

  «Δυο γιους έχω. Εναν αδιάφορο και έναν πωρωμένο. Και τον πωρωμένο θέλω να τον κάνω πιο πωρωμένο», θα μου πει ένας Ρωμιός, πρώην ντόπιος, νυν «εξαμηνίτης» επισκέπτης. «Ευτυχώς που τους διώξαμε τους Ρωμιούς. Έγιναν καθηγητές, σπούδασαν… Αν έμεναν εδώ τι θα έκαναν; Γιδοβοσκοί θα έμεναν», θα πει ένας Τούρκος πρώην κατάδικος, νυν μαγαζάτορας.

  «Τα πρώτα χρόνια μπαίναμε και καθαρίζαμε τα σπίτια των γειτόνων μας. Αλλάζαμε τις θέσεις των επίπλων, πλέναμε τα χαλιά… τα καθαρίζαμε για να μη φαίνονται ερειπωμένα», αφηγείται μια οικογένεια από το Σχοινούδι, το πιο θλιμμένο από όλα τα χωριά. «Όταν ήμασταν παιδιά, παίζαμε στα ερείπια. Βλέπαμε πώς τα άφησαν», θυμούνται δύο νέα αδέρφια, που μεγάλωσαν δίπλα σε γκρεμισμένα σπίτια. «Ακούστε τα παιχνίδια και τις φωνές των παιδιών του σχολείου», λέει με στόμφο η ιδρύτρια του σχολείου.

  «Αυτό το απόκομμα του παραδείσου το κάνανε χωματερή». Η βρόμα μιας ψόφιας κατσίκας δίπλα σε μια αυλή παιδιών. Γιασεμί και ελαιώνες καθαροί. Δίπλα ο ουρανός και στην πλαγιά η τούρκικη σημαία. Νεραντζανθοί, που τριγυρίζουν στο μυαλό, όπου τρυπώσαν στα ρουθούνια, και φωνάζουν… μουσικές. Πολλές μουσικές. «Από ξένο τόπο και από αλαργινό». «Üsküdar’a gider iken aldi da bir yagmur».

  «Αυτός ο ψεύτικος κόσμος δεν ανήκει σε κανέναν», γράφει σκαλιστά μια πόρτα. Και αν αυτός «δεν θα αλλάξει ποτέ», σίγουρα θα συνεχιστεί. Με άλλους πρωταγωνιστές. Εδώ, στης Ανατολής τα μέρη. Με πόνους και πληγές, που τα γυρίσματα των καιρών γιατρεύουν και με ένα γέλιο λυτρωτικό, πάντα όπλο του αδύναμου, μια παράξενη απόλαυση που πηγάζει από τη βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει βεβαιότητα και επιμένει να εξαργυρώσει ετούτο το απόκομμα του παραδείσου.