"Ξεχασμένες πατρίδες" - ʼρθρο του Παναγιώτη Λογγινίδη που αναφέρεται στην Ίμβρο

Δευτέρα, 11 Νοεμβρίου 2013

" (...) Η Ίμβρος ανθίζει σε κάθε πέτρα των ερειπωμένων ψυχών των σπιτιών στο Σχοινούδι, ανθίζει στα μπλε μάτια της Μαρίας στ' Αγρίδια, στο παπούτσι Νο 36 του μικρού Δημήτρη του μαθητή απ' την Παναγιά"...


Ξεχασμένες πατρίδες


Λέξεις-Εικόνες: Παναγιώτης Λογγινίδης

Η δικιά μου 28η παρέλαση στους διαδρόμους του Οκτωβρίου.

Έψαξα μέσα μου, στη γωνιά που είχα στοιβάξει την Τουρκία, να την ξυπνήσω, να επαναφέρω στη ζωή τον ασθενή με ηλεκτροσόκ ή καλύτερα με το φιλί της ζωής, γιατί μόνο έτσι θα αντιδρούσαν οι χιλιάδες φωτογραφίες αυτού του αιώνια ρυθμικά παλλόμενου οργανισμού που είχα αποθηκεύσει στο εσωτερικό μου. Διάλεξα λοιπόν να παρελάσω στα μάτια των γειτόνων την 28η και να τους αφήσω να με κρυφοκοιτάνε μέσα από ημισελήνους αθώας περιέργειας, σχεδόν γραφικής ανυπομονησίας, όπως μία γηραιά κυρία κολλάει το πρόσωπό της στο τζάμι, με αριθμητική επανάληψη, έχοντας ξεχάσει τι περιμένει να δει.

Στο Τσανάκαλε έβλεπα τους ανθρώπους. Καταπληκτικός συγχρονισμός, μοτίβο σταθερό.  Οι χιλιάδες γονείς εναλλάσσονταν με ισάριθμα παιδιά για να ξαναλλάξουν πάλι ρόλους και να συντηρήσουν αυτή τη μηχανή που τρέφει την πόλη, το υγρό της πρόσωπο, τη θάλασσά της. Σαν να παρέλαβαν στα χέρια τους μία ενέργεια και να προσπαθούν να την κρατήσουν εκεί για 5 δευτερόλεπτα και να τη μεταφέρουν στα επόμενα δίδυμα χέρια χωρίς να πέσει ούτε σταγόνα στο ριζωμένο έδαφος.

Στο Τσανάκαλε κατάλαβα ότι όσο κι αν προσπάθησε να γλιτώσει από τη μοίρα του δεν τα κατάφερε. Μεταμορφώθηκε σε μία κυψέλη από πολύβουα χρωματιστά οθωμανικά πλάσματα που το μόνο που έμαθαν από την προηγούμενη ζωή ήταν να πηγαινοέρχονται πέρα-δώθε, διαγράφοντας τον ίδιο πάντα κύκλο, όπως το ωμέγα της ζωής.

Στο Τσανάκαλε ένιωθα ότι ο χρόνος είναι σαν το πουλί που το έκλεισαν οι άνθρωποι σε κλουβί και το βγάλαν στο μπαλκόνι για να το κοροϊδεύουν. Εδώ τον ταΐζουν αυτοί και όχι το αντίθετο. Αν θέλουν και έχουν διάθεση μπορούν στο Ραμαζάνι να τον αφήσουν λίγο ελεύθερο, να εκτονωθεί με απειλές θανάτου και να ξαναπάρει την κυκλική του μορφή. Βλέπω επίσης τα χάνια. Μάλλον σε κάτι τέτοιο θα χα γεννηθεί. Γιατί ο άνθρωπος προικίστηκε με το μεγάλο δώρο να μη θυμάται τη στιγμή της ζωοδοσίας ώστε να την πλάθει όπως θέλει. Όπως άλλωστε και του θανάτου του. Πώς θα όριζα το χάνι, αναρωτιέμαι. Σαν μεγάλα συνεχή σημεία στιγμής που εγκλωβίζουν τις ώρες του διαμένοντα σε δωμάτια ισόγειας διασκέδασης, τόσο ώστε να μη σκάσει από την παραμονή του στην ίδια κατάσταση. Χάνι και χρόνος ισούνται με την πετυχημένη παρακολούθηση ενός αιώνιου τόπου που αν μη τι άλλο έχει διαφυλάξει το ίδιο αναλάμπον χώμα με μία πατημασιά της Έλλης και μία του Λόρδου Βύρωνα, αυθεντικά μοιραίων επισκεπτών του επαναλαμβανόμενου Τσανάκαλε των ψυχών μας.

Ξαφνικά, με εκ διαμέτρου αργά βήματα, η εικόνα της Ίμβρου έρχεται στα μάτια μου, λίγο λιγότερο απ' ότι έρχεται στην ψυχή μας. Νησί παλιό, τόσο όσο τα βουνά στην όραση του ανθρώπου, από τότε που αυτός δεν είχε αρθρώσει ακόμα φιλοσοφίες για να διασκεδάζει τον επιθανάτιο φόβο αλλά η φύση τον νανούριζε νύχτα-μέρα, μέχρι να τον ξαναδεχτεί για να της επιστρέψει το χώμα που του δάνεισε σε μια στιγμή γενναιοδωρίας. Η Ίμβρος μιλάει μια μουγκή γλώσσα. Ναι, όσο κι αν δεν το πιστεύετε φλύαρα όντα, η Ίμβρος ανέπτυξε μία γλώσσα ιδιότυπη που πιο πολύ μοιάζει με τη γλώσσα της πέτρας ή ακόμα καλύτερα της θάλασσας που την ακούς όταν και το τελευταίο αστέρι σταματήσει να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας ή όταν συγχρονιστεί τόσο πολύ ο ήχος του κύματος με το χτύπο της καρδιάς σου που νομίζεις ότι έχετε γίνει ένα.  

Η Ίμβρος είναι σαν το χαμένο αδελφό σου που δεν τολμάς να σκεφτείς ότι δε θα ξαναπροβάλει στην εξώπορτα Κυριακή μεσημέρι, με άσπρο πουκάμισο και σακάκι, έτοιμος για αυθεντικές οικογενειακές παλιγγενεσίες. Είναι σαν το νυχτολούλουδο που πρέπει να ξαγρυπνήσεις για να επιβεβαιώσεις τη φήμη της ύπαρξής του. Μα είναι δυνατόν κάτι να ανθίζει στο σκοτάδι; Η Ίμβρος ανθίζει σε κάθε πέτρα των ερειπωμένων ψυχών των σπιτιών στο Σχοινούδι, ανθίζει στα μπλε μάτια της Μαρίας στ' Αγρίδια, στο παπούτσι Νο 36 του μικρού Δημήτρη του μαθητή απ' την Παναγιά. Ανθίζει στο Κάστρο που κάθε χρόνο χάνει και από μία πέτρα του για να την καταπιεί η θάλασσα στο υπόγειο, ανθίζει στην απαλλοτρίωση των Καβείρων που κουράστηκαν απ' το χορό και είπαν να ξεκουραστούν στα Λιβούνια, ανθίζει στα γερασμένα λουκούμια του καφενείου στους Αγίους Θεοδώρους.

Αυτό το φορτίο είναι βαρύ για τη γη της Ίμβρου και αλλόκοτο για να το κουβαλήσω μαζί μου στην επιστροφή. ʼλλωστε δεν είναι εποχή να κουβαλάς τίποτα παραπάνω από την αγωνία της αναπνοής σου και λίγη κολόνια Μυρτώ από την Καλλίπολη.