"Η πολιτική εκτουρκισμού!" - ʼρθρο του Μουράτ Κανατλί στην τουρκοκυπριακή εφημερίδα "Yeniçağ"

Παρασκευή, 26 Ιουλίου 2013

" (...) Οι κατακτήσεις, η υιοθέτηση των κατακτημένων περιοχών ως «πατρίδα» και η μεταφορά πληθυσμών ανάγονται στους Οθωμανούς. Και συνεχίζονται και σήμερα στον 21ο αιώνα"…  


Yeniçağ Gazetesi                                     

Εφημερίδα Yeniçağ

Ημ/νία: 15/11/2012

Συντάκτης: Murat Kanatlı        

Μετάφραση: Βαλέρια Αντωνοπούλου

 

Η πολιτική εκτουρκισμού!

   Όποιοι δουν τον παραπάνω τίτλο μπορεί να νομίσουν ότι πρόκειται για ένα άρθρο από εκείνα που έχουν διαβάσει δεκάδες φορές στο παρελθόν και δεν θα το διαβάσουν. Να σας προειδοποιήσω όμως ότι το συγκεκριμένο άρθρο δεν έχει άμεση σχέση με την Κύπρο. Θα κάνουμε σύνδεση με την Κύπρο, αλλά ο κορμός του άρθρου, παρόλο που είναι νησί, δεν θα είναι η Κύπρος…
   Το άρθρο δεν θα αφορά ούτε τη διαδικασία ίδρυσης της Τουρκίας. Υπήρξαν πολιτικές εκτουρκισμού και κατά την εποχή της Εταιρείας Ένωσης και Πρόοδος (İttihat ve Terakki), αλλά το συγκεκριμένο άρθρο επικεντρώνεται στα νησιά…
   Στο βιβλίο «Οι νησιώτες, από την Ίμβρο στη Γκιοκτσέαντα» (Güliz Beşe Erginsoy – İstanbul Bilgi Üniversitesi Yayınları, 2006) γίνεται αναφορά σε «εκείνους που έφεραν στο νησί κατά τη διάρκεια της πολιτικής εκτουρκισμού» (σελ. 160)…
   Η ιστορία όσων έφεραν στο νησί ξεκινά με τα εξής λόγια: «Το 1945, 45 οικογένειες από τη Μαύρη Θάλασσα ήρθαν στην Ίμβρο» (σελ. 160)… «Το 1973 ήρθε η δεύτερη μαζική μετανάστευση. 61 οικογένειες (312 άτομα) από το χωριό Σαχίνκαγια της επαρχίας Τσάικαρα της Τραπεζούντας εγκαταστάθηκαν στα περίχωρα του Σχοινουδίου» (σελ. 165).
   Αναφέρεται ότι «Ένας από τους στόχους των εκστρατειών ‘‘Αγορές Τούρκων από Τούρκους’’ (Türk’ten Türk’e alışveriş) και ‘‘Πατριώτη, μίλα τουρκικά’’ (Vatandaş Türkçe Konuş) που ξεκίνησε η νεολαία στις 14 Απριλίου 1964 ήταν τα ρωμαίικα σχολεία» (σελ. 162)… Είναι σαν να μιλά για τις εκστρατείες της Ομοσπονδίας Τουρκικών Ιδρυμάτων Κύπρου του έτους 1957–1958. Αυτές οι εκστρατείες είχαν πρωτύτερα εφαρμοσθεί στην Ανατολία, κατά την περίοδο της Εταιρείας Ένωσης και Πρόοδος.
   Όλα αυτά επισπεύθηκαν το 1963. «Τα γεγονότα της Κύπρου οδήγησαν σε μια διαδικασία που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως εκτουρκισμό της ρωμαίικης μειονότητας της Ίμβρου και της Τενέδου, διαδικασία που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Σχεδόν το 90% του πληθυσμού της Ίμβρου ήταν Ρωμιοί. Σχεδόν το σύνολο του τουρκικού πληθυσμού ήταν δημόσιοι υπάλληλοι. Εκτιμάται ότι το 1964 το σύνολο του ρωμαίικου πληθυσμού που ζούσε στο νησί ήταν περίπου 7.000 άτομα» (σελ. 165–166), ενώ σήμερα έχει μειωθεί σε εκατοντάδες!
   Το βιβλίο «Οι Ρωμιοί της Ίμβρου – Περί Γκιοκτσέαντα» (επιμέλεια Φεριάλ Τανσούγ, εκδόσεις Heyamola, Οκτώβριος 2012) μιλά για το νησί μέσα από άρθρα διαφορετικών θεματικών.
   Οι λεπτομέρειες του άρθρου της Ελίφ Μπαμπούλ, το οποίο παλιότερα δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στο περιοδικό «New Perspectives on Turkey», δεν μας ξενίζουν καθόλου.
   «Σε γενικές γραμμές η ιστορία της Ίμβρου κατά την περίοδο της Δημοκρατίας σηματοδοτείται από ένα σχέδιο εκτουρκισμού. Ένα απ’ τα βασικότερα μέσα του σχεδίου αυτού υπήρξαν οι πολιτικές μετεγκατάστασης, σαν συνέχεια των πρακτικών των Οθωμανών. Ξεκινώντας το 1946 με την εγκατάσταση στο νησί 10 οικογενειών που το κράτος έφερε από τη Μαύρη Θάλασσα, το νησί βίωσε ένα σχέδιο συστηματικού εξαναγκασμού σε φυγή, εποικισμού, απαλλοτρίωσης και μετονομασίας. Τα έτη 1973, 1984 και 2000 έφεραν στο νησί μετανάστες από την Τραπεζούντα, τη Σπάρτη, το Μπούρντουρ και το Τσανάκαλε, οι οποίοι έχασαν τα χωριά τους λόγω κατολισθήσεων και κατασκευής φραγμάτων. (…) Σήμερα τέσσερα από τα εννιά χωριά του νησιού και μια μεγάλη συνοικία είναι τα χωριά εγκατάστασης που ίδρυσε το κράτος για εκείνους που έφερε από την Ανατολία» (σελ. 235).
   «Η κρατική παρέμβαση μέσω του εκτουρκισμού του νησιού δεν περιορίζεται μόνο στις πολιτικές εγκατάστασης» γράφει η συντάκτρια (σελ. 235)… Η ίδια δίνει επίσης ορισμένες πληροφορίες για το τι συνέβη με «την εγκατάσταση τάγματος (…) στο Τσανάκαλε», «την απαγόρευση των ελληνικών στα σχολεία που παρείχαν μικτή εκπαίδευση, σε τουρκικά και ελληνικά», «την ίδρυση ανοιχτών αγροτικών φυλακών», «τη δημιουργία Κρατικού Αγροκτήματος Παραγωγής», «την αλλαγή της ονομασίας του νησιού Ίμβρος σε ‘‘Γκιοκτσέαντα’’ με διάταγμα το 1970 και την τουρκική ονοματοδοσία των χωριών του νησιού»…
   Οι δε πληροφορίες στον επίλογο είναι εντυπωσιακές. «Στο νησί όπου το 1923 ζούσαν 8.500 Ρωμιοί, το 2000 το ποσοστό Ρωμιών και Τούρκων άλλαξε σε 200 και 8.000 αντίστοιχα» (σελ. 236).
   Με το που διαβάζουμε αυτό το συμπέρασμα της αρθρογράφου, έρχεται στο μυαλό μας η σχέση του ομιλητή με την ονομασία του τόπου ή του χωριού που έχει μετονομαστεί. «Κάθε φορά που αναφέρεται η ονομασία του νησιού, ξαναζωντανεύει η αμφισβητούμενη ιστορία. Το όνομα που χρησιμοποιεί ο ομιλητής καθιστά σαφές το πώς ο ίδιος τοποθετείται απέναντι σε αυτή την ιστορία» (σελ. 237).
   Όταν οι Ίμβριοι Ρωμιοί μετανάστευσαν προς την ηπειρωτική χώρα, στιγματίστηκαν ως «μη αρκετά Έλληνες» (σελ. 240).
   «Οι Ίμβριοι Ρωμιοί, προβάλλοντας τις ρίζες και τη νησιωτική τους ταυτότητα, διαρκώς τονίζουν ότι διαφέρουν από τις υπόλοιπες ομάδες της ελληνικής διασποράς» (σελ. 241).
   Ας διαβάσουμε ένα απόσπασμα της ομιλίας της Ρέας, η οποία, όπως αναφέρει το προαναφερθέν άρθρο, τη δεκαετία του 1990 μίλησε για το θέμα της Ίμβρου στον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ).
   «Όσα έγιναν στην Ίμβρο αποτελούν εισβολή. Εσείς φέρατε εκείνους τους ανθρώπους εκεί και ιδρύσατε χωριά εγκατάστασης στη δική μας γη! Είπατε ότι κρατικοποιείτε τις εκτάσεις μας για εθνικούς λόγους. Ποιοι είναι αυτοί οι εθνικοί λόγοι; Να ιδρύσετε χωριά για να φέρετε ανθρώπους από την Ανατολία; Αυτό λέγεται εισβολή» (σελ. 251).
   Η μεταφορά ανθρώπων από την Ανατολία σε ένα νησί, η παρά ταύτα πραγματοποίηση επενδύσεων εκεί, η μεταφορά καταδίκων και η παρουσία στρατιωτικών μονάδων εκεί μας θυμίζουν μια γνώριμη ιστορία.   
   Ας κάνουμε την τελευταία παράθεση με αυτή την εντυπωσιακή παράγραφο:
   «Το τουρκικό κράτος, το οποίο διατηρεί τα κυριαρχικά του δικαιώματα στην Ίμβρο, δεν επιτρέπει στους Ρωμιούς να κατέχουν το νησί, παρά μόνο να το μνημονεύουν. Μέσα στη φαντασίωση του έθνους–κράτους η Ίμβρος δεν αποτελεί έναν τόπο επιστροφής, αλλά έναν τόπο αναπόλησης. Αυτός ο αυταρχικός επαναπροσδιορισμός κλειδώνει το ρωμαίικο παρελθόν του νησιού ως μια ιστορία που δεν γυρίζει πίσω, το τοποθετεί σε προθήκη και στη συνέχεια το ανάγει σε μια υπόθεση «νοσταλγίας» για την οποία μονάχα μπορούν να πενθούν. (…) Η ρωμαίικη Ίμβρος έχει μετατραπεί σε ένα νοσταλγικό παραμύθι, σε ένα ιστορικό απομεινάρι που έχει μουσειοποιηθεί όχι ως πολιτικό αλλά ως πολιτιστικό ζήτημα, που έχει φυλακιστεί σε ένα παρελθόν που ποτέ δε θα γυρίσει πίσω και το οποίο θυμίζουν μόνο οι ταβέρνες και τα πανηγύρια της Παναγίας» (σελ. 254–255).
   Αν σήμερα, διαβάζοντας αυτό το άρθρο, σας έρχεται στο μυαλό κάποιο άλλο νησί, μην κάνετε την προδοσία να σκεφτείτε ότι το κράτος της Τουρκικής Δημοκρατίας κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα! Στο κάτω κάτω το τουρκικό κράτος έλκει την καταγωγή του από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι κατακτήσεις, η υιοθέτηση των κατακτημένων περιοχών ως «πατρίδα» και η μεταφορά πληθυσμών ανάγονται στους Οθωμανούς. Και συνεχίζονται και σήμερα στον 21ο αιώνα…